κἀστόν

κἀστόν
ἀστόν , ἀστός
townsman
masc acc sg
ἐστον , εἰμί
sum
pres ind act 2nd dual
ἐστον , εἰμί
sum
pres ind act 3rd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καστόν — κἀστόν (Α) κατά κράση αντί καὶ ἐστόν …   Dictionary of Greek

  • Doric Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla …   Wikipédia en Français

  • καθέκαστα — τα (AM καθέκαστος, κάστη, Μ και καστη, καστον) (νεοελλ. μόνο το ουδ. πληθ.) τα καθέκαστα οι μερικότητες, οι λεπτομέρειες ενός θέματος ή γεγονότος ή μιας υπόθεσης («έμαθα τα καθέκαστα για την υπόθεση») μσν. 1. (ως αντων.) ο καθένας χωριστά 2.… …   Dictionary of Greek

  • καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”